- καλλιπόταμος
- κάλλιπόταμοςof beautiful riversmasc/fem nom sgκαλλιπόταμοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλιπόταμος — καλλιπόταμος, ον (Α) αυτός που ανήκει σε καλό ποταμό ή προέρχεται από καλό ποταμό («καλλιπόταμος ὕδατος... νοτίς», Ευρ.) … Dictionary of Greek
καλλιπόταμον — κάλλιπόταμος of beautiful rivers masc/fem acc sg κάλλιπόταμος of beautiful rivers neut nom/voc/acc sg καλλιπόταμος masc/fem acc sg καλλιπόταμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DIRCE — I. DIRCE Lyci Thebarum Regis uxor, quam ille, repudiatâ Antiope, duxerat, quae cum Antiopen gravidam esse animadverteret (nam post repudium, a Iove compressa fuerat) suspicata virum suum clam cum illa consuescere, in vincula eam coniecit. Verum… … Hofmann J. Lexicon universale
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek